- μεταφυσικός
- -ή, -ό (Α μεταφυσικός, -ή, -όν)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφυσική («μεταφυσική θεωρία»)2. (σχετικά με πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη μεταφυσική3. (γενικά) αυτός που αναφέρεται σε ζητήματα έξω από τόν κύκλο τής αισθητηριακής εμπειρίας τού ανθρώπου4. μτφ. ο πολύ αφηρημένος ή δυσνόητος5. το θηλ. ως ουσ. η μεταφυσικήβλ. μεταφυσική6. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) Τα Μεταφυσικάσύγγραμμα τού Αριστοτέλη που έχει τον τίτλο Μετά τα Φυσικά (δηλαδή έργα που ακολουθούν μετά τα Φυσικά έργα του) και στο οποίο ο Σταγειρίτης πραγματεύεται τα πρώτα αίτια και την πρώτη αρχή τών όντων και εκθέτει τις αναζητήσεις του πέρα από τα όρια τής εμπειρίας7. φρ. «μεταφυσική ζωγραφικήκαλλιτεχνικό ρεύμα που εγκαινίασε με τα έργα του το 1910 στην Ιταλία ο ντε Κίρικοαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (κατά τον Μέγα Βασίλειο) «τὰ τῆς φυσιολογίας ἀνώτερα... τὰ καλούμενα παρά τισι μεταφυσικά».επίρρ...μεταφυσικώς και -άαπό την πλευρά τής μεταφυσικής ή σύμφωνα με τα διδάγματα τής μεταφυσικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο από τον τίτλο τού έργου τού Αριστοτέλη Μετά τα Φυσικά].
Dictionary of Greek. 2013.